Όταν η τοπική αυτοδιοίκηση ανιχνεύει το μέλλον της
Μετά από μια συναρπαστική, αλλά και επίπονη διαδρομή από το 1974 μέχρι σήμερα, η Τ.Α. από θεσμός χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες εξελίχθηκε σε πρωταγωνιστή της Τοπικής Ανάπτυξης και θεσμό τοπικής λαϊκής εξουσίας.
Για να φθάσουμε στο σημερινό επίπεδο της Τ.Α. χρειάστηκε σειρά αγώνων, νομοθετικών ρυθμίσεων και μεγάλων μεταρρυθμίσεων, όπως ήταν ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ και τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.).
Μεγάλη συμμετοχή στους αγώνες αυτούς είχε το Σύνταγμα του 1975 και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 102, που αναδεικνύει τη δυναμική σχέση ανάμεσα στις τοπικές κοινωνίες και τις τοπικές υποθέσεις με την τοπική αυτοδιοίκηση. Παραθέτω απόσπασμα του άρθρου 102Σ.:
«Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. Υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων Νόμος καθορίζει το εύρος και τις κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους επί μέρους βαθμούς. Με νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων , που συνιστούν αποστολή του Κράτους».
Σήμερα όμως η Τ.Α. έχοντας κατακτήσει το ζωτικό χώρο των τοπικών υποθέσεων διεκδικεί δυναμικά νέο ρόλο, στο επίκεντρο των οποίων θα είναι η παροχή υπηρεσιών στους πολίτες που θα καλύπτουν ΟΛΟ το φάσμα των Δημοσίων Πολιτικών (παιδεία, υγεία, αγροτική ανάπτυξη, απασχόληση, περιβάλλον, πολιτισμός, κοινωνική πρόνοια κ.ο.κ..
Προάγγελος αυτής της νέας μεγάλης εποχής για την Ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκηση υπήρξε ο θεσμός των Κ.Ε.Π., όπου στην ουσία μετακινήθηκε ολόκληρο το φάσμα της Διοικητικής Εξυπηρέτησης των πολιτών από τους αδιαφανείς διαδρόμους των υπουργείων στο άπλετο φως και τα χαμόγελα των πρόθυμων υπαλλήλων των Κ.Ε.Π. Έτσι αποδείχθηκε περίτρανα ότι οι Δημόσιες (κρατικές) υποθέσεις δεν είναι μονοπώλιο και «ταμπού» της Κεντρικής διοίκησης, αλλά έχουν και τοπική συνιστώσα και μπορεί να παίξει σπουδαίο ρόλο για την ορθή άσκησή τους ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Φθάσαμε λοιπόν στο «πολιτικό και νομικό παράδοξο», το άρθρο 102, που ήταν ούριος άνεμος στα πανιά και τις διεκδικήσεις της Τ.Α. μέχρι σήμερα, τώρα να αποτελεί εμπόδιο, γιατί η ερμηνεία μιας τοπικής υπόθεσης πολλές φορές έχει οδηγήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας να ακυρώσει μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από το Κράτος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όταν κρίνει ότι η υπόθεση αυτή είναι κρατική και δεν μπορεί να ασκηθεί από την Τ.Α. (πρόσφατη απόφαση για την αποκέντρωση πολεοδομικών αρμοδιοτήτων).
Συνεπώς, για να αναπτύξει η Τ.Α. το νέο της ρόλο απαιτείται θεσμική και ουσιαστική αναβάθμιση της Τ.Α. με την ανάδειξη του διττού χαρακτήρα της, προεχόντως μεν ως θεσμού έκφρασης της «τοπικής δημοκρατίας» και της τοπικής αυτονομίας, παράλληλα όμως και ως θεσμού που αποτελεί αναπόσπαστο και λειτουργικό τμήμα του διοικητικού μας συστήματος, με πεδίο εφαρμογής το σύνολο των δημόσιων υποθέσεων που της ανατίθενται από το Σύνταγμα (υποθέσεις τοπικού χαρακτήρα) και το νόμο (άρθρο 101, 102 Σ). Στα πλαίσια αυτά, το ΠΑΣΟΚ έχει καταθέσει την πρότασή του για αποκέντρωση για ισχυρή τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση, που παρατίθεται παρακάτω :
α. Προτείνεται να αποτυπωθεί στο άρθρο 102 ο διττός ρόλος της αυτοδιοίκησης, ως συμμετοχικού θεσμού και έκφρασης της τοπικής αυτονομίας και ως αναπόσπαστου τμήματος του πολιτικού και του διοικητικού συστήματος της χώρας. Από έναν τέτοιο προσδιορισμό της φύσης και του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης απορρέουν ειδικότερα οι αρμοδιότητές της ως προς την διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων, που δεν εξαντλούνται στην διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων τοπικού χαρακτήρα (όπως πρέπει να αποδοθούν πλέον ορολογικά οι «τοπικές υποθέσεις»), για τις οποίες διατηρείται, ευλόγως, το τεκμήριο αρμοδιότητας, αλλά και επεκτείνονται στο σύνολο των δημόσιων υποθέσεων που αναθέτει στους ΟΤΑ ο νομοθέτης, με βασικό κριτήριο το ότι προσιδιάζουν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και στα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα (ιδίως στην αμεσότητα της σχέσης με τους πολίτες σε συνδυασμό με την ισχυρή δημοκρατική τους νομιμοποίηση).
Προτείνεται η προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης σύμφωνα με την οποία στις δημόσιες υποθέσεις που μπορούν να αποτελούν αρμοδιότητα των ΟΤΑ μπορούν να περιλαμβάνονται και οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες για το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό καθώς και για κάθε άλλη δημόσια πολιτική τοπικής και περιφερειακής κλίμακας.
β. Προτείνεται να αποτυπωθεί με σαφήνεια και πληρότητα στο Σύνταγμα μια νέα οργανωτική δομή, με καθιέρωση της περιφερειακής αυτοδιοίκησης ως δεύτερου βαθμού με ρητή αναφορά όμως στο ότι συμπεριλαμβάνει και τις υφιστάμενες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις..
γ. Προτείνεται επίσης να ορισθεί ότι η οικονομική αυτοτέλεια και οι πόροι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης για την εκπλήρωση της αποστολής τους και την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων τους διασφαλίζονται με τη λήψη των αναγκαίων νομοθετικών, κανονιστικών και δημοσιονομικών μέτρων και ότι δεν νοείται οποιαδήποτε ανάθεση ή μεταφορά αρμοδιοτήτων προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης χωρίς ταυτόχρονη διασφάλιση στον ίδιο νόμο ή στην ίδια κανονιστική πράξη που την προβλέπουν, των αναγκαίων πόρων. Καθοριστικής σημασίας για το μέλλον των ΟΤΑ είναι η φορολογική αποκέντρωση, με στόχο την πραγματική διασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ. Προτείνεται νέα ρύθμιση που θα προβλέπει ρητά ότι οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης μπορούν να καθορίζουν και να εισπράττουν τοπικά έσοδα από φόρους και τέλη (πλην των ανταποδοτικών), κατ' εξαίρεση των οριζομένων στην παρ. 4 του άρθρου 78 του Συντάγματος.
Η ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας είναι ορθότερο να γίνει με νόμο πλαίσιο, ο οποίος θα οριοθετεί στενά την διακριτική ευχέρεια των ΟΤΑ ως προς την άσκηση φορολογικής πολιτικής. Συγκεκριμένα ο νόμος αυτός θα χαράσσει τις γενικές αρχές και κατευθύνσεις μιας τέτοιας φορολογικής πολιτικής, με ιδιαίτερη έμφαση στα κριτήρια της χωρικής και κοινωνικής συνοχής (όπως έχουν διαπλασθεί στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πραγματικότητας) τα οποία που αποτελούν τη βάση για την οργάνωση ενός πλέγματος εξισορροπητικών μηχανισμών που θα αποβλέπουν, για το σύνολο των πόρων που διατίθενται στους ΟΤΑ, στην άμβλυνση των πάσης φύσεως ανισοτήτων.
Παράλληλα, όμως διαφαίνεται η ανάγκη νέων αλλαγών, που θα πρέπει να γίνουν στη δομή του κράτους και στο περιεχόμενο της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης της χώρας. Οι αλλαγές αυτές είναι δυνατό να γίνουν άμεσα, γιατί δεν προϋποθέτουν αλλαγή του Συντάγματος.
Απαιτείται νέα δομή, απλή, ευδιάκριτη, αποκεντρωμένη. Ιδιαίτερα για το ελληνικό κράτος, που είναι μικρό, τα τρία επίπεδα Διοίκησης, που υπαγορεύει άλλωστε και το Σύνταγμα, είναι υπεραρκετά.
1ο επίπεδο: Κεντρική εξουσία (Κυβέρνηση) σε ρόλο πραγματικά επιτελικό. 10-12 Υπουργεία με κύρια αποστολή τους την παραγωγή και παρακολούθηση των δημόσιων πολιτικών της χώρας, απαλλαγμένα από τοπικές και περιφερειακές αρμοδιότητες.
2ο επίπεδο: Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση (8-9 Περιφέρειες) με τη μορφή τοπικής κυβέρνησης, με αιρετό περιφερειακό συμβούλιο και αιρετό περιφερειάρχη. Η κύρια αποστολή της είναι η περιφερειακή ανάπτυξη.
3ο επίπεδο: Τοπική Αυτοδιοίκηση (300 ισχυροί Δήμοι, ύστερα από νέο κύμα συγχωνεύσεων) με κύρια αποστολή - πέρα από το κεκτημένο της τοπικής ανάπτυξης - την παροχή υπηρεσιών υψηλού επιπέδου στους Πολίτες. Στη σημερινή εποχή, ό,τι χρειάζεται ο Πολίτης (π.χ. Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, Απασχόληση, Επενδύσεις, Πολιτισμό, Αθλητισμό, κ.λ.π.) πρέπει να το βρίσκει στο Δήμο του.
Σχόλιο για τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση: Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση δεν έχει νόημα ύπαρξης. Σήμερα διεκδικεί αγχωδώς ρόλο, για μεν την ανάπτυξη από την Περιφέρεια, για δε την παροχή υπηρεσιών από τους Δήμους. Η ανάπτυξη, όμως, απαιτεί μεγάλα γεωγραφικά σύνολα, για να σχεδιαστεί σωστά και να υλοποιηθεί, η δε παροχή υπηρεσιών πρέπει να πάει όσο γίνεται πιο κοντά στους Πολίτες. Συνεπώς, αν δεν καταργηθεί η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση πολιτικά, θα φθίνει σταδιακά μέχρι την αυτοκατάργησή της.
Σχόλιο για τη Μητροπολιτική Διοίκηση και τα Νησιά: είναι προφανές ότι με την απλή αυτή δομή η Μητροπολιτική Διοίκηση είναι περιττή. Επίσης, κάθε νησί γίνεται (όπου δεν είναι) Δήμος ανεξαρτήτως μεγέθους (πλην Κρήτης).
Ο συνδυασμός των παραπάνω πρωτοβουλιών, δηλαδή των τροποποιήσεων στο Σύνταγμα και στη Δομή του Κράτους μπορούν να προωθήσουν μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του Κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που τόσο επιτακτικά ζητούν «οι καιροί» και έχει ανάγκη η χώρα μας.
Του κ. Σταύρου Μπένου - Βουλευτή Β΄Αθήνας